-
1 ἅπτω
Aἅμμαι Hdt.1.86
: [tense] fut.ἅψομαι Od.9.379
, ἁφθήσομαι ([etym.] συν-) Gal.3.311:—[voice] Med., v.infr. (cf. ἑάφθη):— fasten or bind to, used by Hom., once in [voice] Act., ἅψας ἀμφοτέρωθεν.. ἔντερον οἰός (of a lyre-string) Od.21.408; once in [voice] Med., ἁψαμένη βρόχον.. ἀφ' ὑψηλοῖο μελάθρου having fastened the noose to the beam (to hang herself), 11.278; so laterἅψεται ἀμφὶ βρόχον.. δείρᾳ E.Hipp. 770
;ἁψαμένη βρόχον αὐχένι A.R.1.1065
:—[voice] Act.,βρόχους ἅ. κρεμαστούς E.Or. 1036
; butβρόχῳ ἅ. δέρην Id.Hel. 136
, cf. AP7.493 (Antip. Thess.).2 join,ἅ. χορόν A.Eu. 307
; πάλην τινὶ ἅ. fasten a contest in wrestling on one, engage with one, Id.Ch. 868: —[voice] Pass.,ἅπτεσθαι τὴν Μεγαρέων πόλιν καὶ Κορινθίων τοῖς τείχεσιν Arist.Pol. 1280b14
.II more freq. in [voice] Med., ἅπτομαι, [tense] fut. ἅψομαι, [tense] aor. , with [tense] pf. [voice] Pass. (lyr.), Pl. Phdr. 260e:—fasten oneself to, grasp, c.gen.,ἅψασθαι γούνων Il.1.512
;χειρῶν 10.377
;ἁψαμένη δὲ γενείου Ὀδυσσῆα προσέειπεν Od.19.473
;ἅπτεσθαι νηῶν Il.2.152
;βρώμης δ' οὐχ ἅπτεαι οὐδὲ ποτῆτος; Od.10.379
, cf. 4.60;ὡς δ' ὅτε τίς τε κύων συὸς.. ἅπτηται κατόπισθε.. ἰσχία τε γλουτούς τε Il.8.339
; ;τῶν τύμβων ἁπτόμενοι Id.4.172
; ἅπτεσθαί τινος, Lat. manus inicere alicui, Id.3.137; ; τῶν σφυγμῶν feel the pulse, Arr.Epict.3.22.73: metaph., take hold of, cleave to, Pl.Lg. 967c.b abs., τῶν μὲν γὰρ πάντων βέλε' ἅπτεται for the spears of all the Trojans reach their mark, Il.17.631; .cἅ. τῆς γῆς
land,D.S.
4.48.III metaph., engage in, undertake,βουλευμάτων S.Ant. 179
; ; πολέμου prosecute it vigorously, Th.5.61;ἧπται τοῦ πράγματος D.21.155
;ψυχὴ ἡμμένη φόνων Pl.Phd. 108b
, cf. E.IT 381;τῶν μεγίστων ἀσεβημάτων Plb.7.13.6
; soἅ. τῆς μουσικῆς καὶ φιλοσοφίας Pl.R. 411c
; ἐπιτηδεύματος ib. 497e;γεωμετρίας Id.Plt. 266a
;τῆς θαλάττης Plb.1.24.7
;ἅπτεσθαι λόγου E.Andr. 662
, Pl.Euthd. 283a (but ἅπτεσθαι τοῦ λόγου attack, impugn the argument of another, Id.Phd. 86d); τούτων ἥψατο touched on these points, handled them, Th.1.97;ἅ. τῆς ζητήσεως Arist.GC 320b34
; but also, touch on, treat superficially, Pl.Lg. 694c, Arist.EE 1227a1.b abs., begin, set to work,ταῖς διανοίαις Ar.Ec. 581
.2 fasten upon, attack, Pi.N.8.22, A.Ag. 1608, etc.;μόνον τῷ δακτύλῳ Ar.Lys. 365
;τῆς οὐραγίας Plb.2.34.12
; esp. with words, Hdt.5.92.γ; of diseases, , cf. Gal.15.702;ἥψατο τῶν ἀνθρώπων Th.2.48
; ὅσα ἅπτεται ἀνθρώπων all that feed on human flesh, ib.50.3 touch, affect, , cf. S.OC 955; ;τῆς ἐμῆς ἥψω φρενός E.Rh. 916
;ὥς μου χρησμὸς ἅ. φρενῶν Ar.Eq. 1237
; make an impression upon, (Pessinus, ii B. C.).6 come up to, reach, overtake, X.HG5.4.43; attain,τῆς ἀληθείας Pl.Phd. 65b
;τοῦ τέλους Id.Smp. 211b
: in Pi., c. dat.,ἀγλαΐαις P.10.28
;στάλαισιν Ἡρακλείαις Id.I.4(3).12
; but also c. gen.,Ἡρακλέος σταλᾶν Id.O.3.44
.8 Geom., of bodies and surfaces, to be in contact, Arist.Ph. 231a22, cf. Metaph. 1002a34, al., S.E.M.3.35; of lines or curves, meet, Euc.3Def.2; touch, Id.4Def.5, Archim. Sph.Cyl.1.28; pass through a point, Euc.4Defs.2,6; of points, lie on a line or curve, ib.Defs.1,3; ἅπτεται τὸ σημεῖον θέσει δεδομένης εὐθείας the locus of the point is a given straight line, Id. ap. Papp.656.6,al.B [voice] Act., kindle, set on fire (i.e. by contact of fire), Hdt.8.52, etc. (so in [voice] Med., Call.Dian. 116); : metaph.,πυρσὸν ὕμνων Pi.I.4(3).43
:—[voice] Pass., to be set on fire, ; ὡς ἅφθη τάχιστα τὸ λήιον.. ἅψατο νηοῦ as soon as the corn caught fire, it set fire to the temple, Hdt.1.19; πυρῆς ἤδη ἁμμένης ib.86;ἧπται πυρί E.Hel. 107
.II ἅ. πῦρ kindle a fire, ib. 503:—[voice] Pass., ἄνθρακες ἡμμένοι red-hot embers, Th.4.100;δᾷδ' ἐνεγκάτω τις ἡμμένην Ar.Nu. 1490
, cf. Pl. 301.
См. также в других словарях:
σφυγμομαχώ — έω, Μ (σκωπτικά) μάχομαι κατά τών σφυγμών, προσπαθώ να ελαττώσω την παθολογική συχνότητα τών σφυγμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυγμός + μαχῶ (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. πυργο μαχώ] … Dictionary of Greek
σύστημα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σύσταμα και μτγν. τ. σύστεμα Α [συνίσταμαι] 1. σύνολο στοιχείων, υλικών ή ιδεατών, τού οποίου τα μέλη βρίσκονται σε στενή μεταξύ τους σχέση αλληλεξάρτησης και συναπαρτίζουν ένα οργανωμένο όλον, καθώς και η ολότητα τών σχέσεων … Dictionary of Greek
εμμηνορρυσία — Φυσιολογική περιοδική λειτουργία της γυναίκας, που παρατηρείται κατά την περίοδο της γεννητικής της δραστηριότητας, από την ήβη έως την εμμηνόπαυση, όταν δεν υπάρχει κύηση. Το κύριο εξωτερικό σύμπτωμα είναι η ροή άπηκτου αίματος μαζί με στοιχεία… … Dictionary of Greek
σφυγμομέτρηση — Μια από τις βασικές μεθόδους της πρακτικής κοινωνικής έρευνας. Είναι γνωστή και με την ονομασία γκάλοπ. Εφαρμόζεται σε κοινωνικές, κοινωνικοψυχολογικές, δημογραφικές κ.ά. έρευνες. Κατά τη σ. κάθε μέλος της ομάδας που έχει επιλεχθεί για την έρευνα … Dictionary of Greek
σφυγμομέτρηση — η 1. μέτρηση της συχνότητας των σφυγμών της καρδιάς. 2. μτφ., ενέργεια για την εξακρίβωση των διαθέσεων ή των απόψεων μιας ομάδας ατόμων: Η σφυγμομέτρηση της κοινής γνώμης έδειξε ότι θα μειωθεί η εκλογική δύναμη αυτού του κόμματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφυγμός — ο, ΝΜΑ [σφύζω] ρυθμική συστολή και διαστολή τής καρδιάς που εξασφαλίζει την κυκλοφορία τού αίματος και γίνεται αντιληπτή με ψηλάφιση, ο παλμός (α. «συχνός σφυγμός» β. «τῶν σφυγμῶν ἅψασθαι», Γαλ.) νεοελλ. 1. μτφ. το ευαίσθητο σημείο, η αδυναμία… … Dictionary of Greek
σφυγμογράφημα — το, Ν η καταγραφή τών σφυγμών με τη βοήθεια τού σφυγμογράφου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. sphygmogramme < sphygmo (< σφυγμός) + gramme, το οποίο αποδόθηκε στην Ελληνική με το γράφημα] … Dictionary of Greek
σφυγμομετρώ — Ν 1. μετρώ τη συχνότητα τών σφυγμών τής καρδιάς 2. μτφ. α) προσπαθώ να εξιχνιάσω τις διαθέσεις, προθέσεις ή τα αισθήματα ενός ή περισσότερων ανθρώπων β) κάνω σφυγμομέτρηση τής κοινής γνώμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυγμός + μετρώ. Η λ. μαρτυρείται από το… … Dictionary of Greek
σφυγμόμετρο — το, Ν όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση τής συχνότητας και τής κανονικότητας τών σφυγμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυγμός + μέτρο. Η λ., στον λόγιο τ. σφυγμόμετρον, μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη] … Dictionary of Greek
ασφυξία — η σταμάτημα των σφυγμών, δυσκολία αναπνοής, αποπνιγμός: Πέθανε από ασφυξία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφυγμόμετρο — το όργανο με το οποίο μετριέται η συχνότητα των σφυγμών της καρδιάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)