Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τῶν σφυγμῶν

См. также в других словарях:

  • σφυγμομαχώ — έω, Μ (σκωπτικά) μάχομαι κατά τών σφυγμών, προσπαθώ να ελαττώσω την παθολογική συχνότητα τών σφυγμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυγμός + μαχῶ (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. πυργο μαχώ] …   Dictionary of Greek

  • σύστημα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σύσταμα και μτγν. τ. σύστεμα Α [συνίσταμαι] 1. σύνολο στοιχείων, υλικών ή ιδεατών, τού οποίου τα μέλη βρίσκονται σε στενή μεταξύ τους σχέση αλληλεξάρτησης και συναπαρτίζουν ένα οργανωμένο όλον, καθώς και η ολότητα τών σχέσεων …   Dictionary of Greek

  • εμμηνορρυσία — Φυσιολογική περιοδική λειτουργία της γυναίκας, που παρατηρείται κατά την περίοδο της γεννητικής της δραστηριότητας, από την ήβη έως την εμμηνόπαυση, όταν δεν υπάρχει κύηση. Το κύριο εξωτερικό σύμπτωμα είναι η ροή άπηκτου αίματος μαζί με στοιχεία… …   Dictionary of Greek

  • σφυγμομέτρηση — Μια από τις βασικές μεθόδους της πρακτικής κοινωνικής έρευνας. Είναι γνωστή και με την ονομασία γκάλοπ. Εφαρμόζεται σε κοινωνικές, κοινωνικοψυχολογικές, δημογραφικές κ.ά. έρευνες. Κατά τη σ. κάθε μέλος της ομάδας που έχει επιλεχθεί για την έρευνα …   Dictionary of Greek

  • σφυγμομέτρηση — η 1. μέτρηση της συχνότητας των σφυγμών της καρδιάς. 2. μτφ., ενέργεια για την εξακρίβωση των διαθέσεων ή των απόψεων μιας ομάδας ατόμων: Η σφυγμομέτρηση της κοινής γνώμης έδειξε ότι θα μειωθεί η εκλογική δύναμη αυτού του κόμματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σφυγμός — ο, ΝΜΑ [σφύζω] ρυθμική συστολή και διαστολή τής καρδιάς που εξασφαλίζει την κυκλοφορία τού αίματος και γίνεται αντιληπτή με ψηλάφιση, ο παλμός (α. «συχνός σφυγμός» β. «τῶν σφυγμῶν ἅψασθαι», Γαλ.) νεοελλ. 1. μτφ. το ευαίσθητο σημείο, η αδυναμία… …   Dictionary of Greek

  • σφυγμογράφημα — το, Ν η καταγραφή τών σφυγμών με τη βοήθεια τού σφυγμογράφου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. sphygmogramme < sphygmo (< σφυγμός) + gramme, το οποίο αποδόθηκε στην Ελληνική με το γράφημα] …   Dictionary of Greek

  • σφυγμομετρώ — Ν 1. μετρώ τη συχνότητα τών σφυγμών τής καρδιάς 2. μτφ. α) προσπαθώ να εξιχνιάσω τις διαθέσεις, προθέσεις ή τα αισθήματα ενός ή περισσότερων ανθρώπων β) κάνω σφυγμομέτρηση τής κοινής γνώμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυγμός + μετρώ. Η λ. μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

  • σφυγμόμετρο — το, Ν όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση τής συχνότητας και τής κανονικότητας τών σφυγμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυγμός + μέτρο. Η λ., στον λόγιο τ. σφυγμόμετρον, μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη] …   Dictionary of Greek

  • ασφυξία — η σταμάτημα των σφυγμών, δυσκολία αναπνοής, αποπνιγμός: Πέθανε από ασφυξία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σφυγμόμετρο — το όργανο με το οποίο μετριέται η συχνότητα των σφυγμών της καρδιάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»